εξυμνητικός

εξυμνητικός
η , ό[ν] воспевающий, прославляющий, восхваляющий, превозносящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξυμνητικός" в других словарях:

  • εξυμνητικός — ή, ό αυτός που γίνεται για εξύμνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Νέα] …   Dictionary of Greek

  • εξυμνητικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για εξύμνηση, εγκωμιαστικός, επαινετικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευφημητήριος — εὐφημητήριος, ον (Μ) αυτός που επιφέρει επευφημίες, που λέγεται ως επευφημία, ο ευφημητικός, ο εξυμνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ φημώ + κατάλ. τήριος (πρβλ. νικη τήριος, υμνη τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • εκθειαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εκθειασμό ή τον εκθειαστή, εγκωμιαστικός, εξυμνητικός: Μίλησε εκθειαστικά για τον ποιητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαινετικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για έπαινο, που περιέχει έπαινο, εγκωμιαστικός, εξυμνητικός: Επαινετικά σχόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»